κρατεραύχην — κρατεραύχην, ενος, ὁ (Α) αυτός που έχει δυνατό αυχένα («ἵππος κρατεραύχην», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + αὐχήν, αὐχένος (πρβλ. καμπυλ αύχην, σκληρ αύχην)] … Dictionary of Greek
κρινόεις — κρινόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κρίνου, λευκός 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο είδος χορικής ορχήσεως κρίνον 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ κρινόεις όνομα ενός από τους Ιδαίους Δακτύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + επίθημα (ό)εις… … Dictionary of Greek
κυρταύχην — ο, η (Α κυρταύχην, ενος, ό, ή) αυτός που έχει κυρτό αυχένα, στραβολαίμης νεοελλ. φρ. «κυρταύχην ἵππος» το άλογο που, όταν βαδίζει, φέρει την κεφαλή και τον τράχηλο προς το στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + αὐχήν (πρβλ. καμπυλ αύχην, κρατερ αύχην)] … Dictionary of Greek
οισυπόεις — οἰσυπόεις, εσσα, εν (Α) οισυπώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύπη «λιπώδης ουσία που εκκρίνεται από το έριο τών προβάτων» + κατάλ. όεις (πρβλ. καμπυλ όεις, μηχαν όεις)] … Dictionary of Greek
φριξαύχην — ενος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει ανορθωμένη χαίτη («κάπρον φριξαύχενα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + αὐχήν, ένος (πρβλ. καμπυλ αύχην, μεγαλ αύχην)] … Dictionary of Greek